λειωκόρης

λειωκόρης
λειω-κόρης· ὁ τελείως ἐκκεκαυμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχων, Hsch. (λειοκ- cod.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λειωκόρης — λειωκόρης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τελείως ἐκκεκαυμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση τού επιρρ. λείως + κόρης (< κόρη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”